- κτῆμα
- τὸ κτῆμα, ατος приобретение; имущество
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
κτήμα — κτήμα, το και χτήμα, το, ατος 1. πράγμα που αποχτήθηκε, αντικείμενο ιδιοκτησίας. 2. ιδιόκτητη αγροτική έκταση. 3. ο πληθ., κτήματα σημαίνει αγρούς, αμπελώνες κ.ά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κτῆμα — anything gotten neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτήμα — Επίσημη ονομασία της κυπριακής πόλης Πάφου μέχρι το 1971. Βλ. λ. Πάφος. * * * και χτήμα, το (AM κτῆμα) [κτώμαι] 1. αυτό που αποκτήθηκε από κάποιον, αυτό που κατέχει κάποιος, αυτό που ανήκει στην κυριότητα κάποιου (α. «αυτό το βιβλίο δεν είναι… … Dictionary of Greek
Κτῆμα ἐς ἀεί. — См. В вечное владение … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κτῆμ' — κτῆμα , κτῆμα anything gotten neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποθήκη — (Νομ.). Εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε ακίνητο του οφειλέτη ή τρίτου προς εξασφάλιση κάποιας απαίτησης· η απαίτηση ασφαλίζεται με την προνομιακή ικανοποίηση του ενυπόθηκου δανειστή από την αξία του ενυπόθηκου κτήματος και, καθώς η ικανοποίηση… … Dictionary of Greek
Πάφος — I Μυθολογικό πρόσωπο, γιος και διάδοχος του Κινύρα, του ιδρυτή της θρησκείας της Αφροδίτης στην Κύπρο. Ο Π. πήρε το όνομά του από την ομώνυμη αρχαία πόλη του νησιού, όπου ο πατέρας του διετέλεσε πρωθιερέας του ναού της Αφροδίτης και πρώτος… … Dictionary of Greek
Liste griechischer Phrasen/Kappa — Kappa Inhaltsverzeichnis 1 Καὶ εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινήν· … Deutsch Wikipedia
κτήμαθ' — κτή̱ματα , κτῆμα anything gotten neut nom/voc/acc pl κτή̱ματι , κτῆμα anything gotten neut dat sg κτή̱ματε , κτῆμα anything gotten neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτήματ' — κτή̱ματα , κτῆμα anything gotten neut nom/voc/acc pl κτή̱ματι , κτῆμα anything gotten neut dat sg κτή̱ματε , κτῆμα anything gotten neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άδο — και –άδος και άδα κατάληξη τοπωνυμίων τής Νεοελλ., που προήλθε από τη γενική πληθυντικού οικογενειακών ονομάτων, όπου η κατάληξη δήλωνε αρχικά τον κτήτορα τής περιοχής [π.χ. τα χωράφια τώ(ν) Μαχαιράδω(ν), τώ(ν) Φαλατάδω(ν), τώ(ν) Τσουκαλάδω(ν)].… … Dictionary of Greek